αλληλεπίδραση
[alileˈpiðrasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wechselwirkungθηλυκό | Femininum, weiblich fαλληλεπίδρασηInteraktionθηλυκό | Femininum, weiblich fαλληλεπίδρασηαλληλεπίδραση