αλληλεξάρτηση
[alileˈksartisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- gegenseitige Abhängigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαλληλεξάρτησηWechselbeziehungθηλυκό | Femininum, weiblich fαλληλεξάρτησηαλληλεξάρτηση