„αλληλεγγύη“: θηλυκό αλληλεγγύη [alileŋˈgjii]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Solidarität Solidaritätθηλυκό | Femininum, weiblich f αλληλεγγύη αλληλεγγύη