αλλαξοπιστία
[alaksopisˈtia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Glaubenswechselαρσενικό | Maskulinum, männlich mαλλαξοπιστία θρησκεία | Religionθρησκαλλαξοπιστία θρησκεία | Religionθρησκ