„αλλήθωρος“ αλλήθωρος [aˈliθoros], αλλήθωρη, αλλήθωροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schielend schielend αλλήθωρος αλλήθωρος