αλιεία
[aliˈia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fischereiθηλυκό | Femininum, weiblich fαλιείααλιεία
examples
- αλιεία ανοικτής θαλάσσηςHochseefischereiθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αλιεία μαργαριταριώνPerlenfischereiθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αλιεία ψήφωνStimmenfangαρσενικό | Maskulinum, männlich m