„αλευρόμυλος“: αρσενικό αλευρόμυλος [aleˈvromilos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Getreidemühle Getreidemühleθηλυκό | Femininum, weiblich f αλευρόμυλος αλευρόμυλος