„αλευροσκούληκο“: ουδέτερο αλευροσκούληκο [alevroˈskuliko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mehlwurm Mehlwurmαρσενικό | Maskulinum, männlich m αλευροσκούληκο αλευροσκούληκο