„αλεποφωλιά“: θηλυκό αλεποφωλιά [alepofoˈʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fuchsbau Fuchsbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m αλεποφωλιά αλεποφωλιά