αλεξιπτωτιστής
[aleksiptotisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, αλεξιπτωτίστρια [aleksiptoˈtistria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fallschirmspringerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαλεξιπτωτιστήςαλεξιπτωτιστής
- Fallschirmjägerαρσενικό | Maskulinum, männlich mαλεξιπτωτιστής στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστραταλεξιπτωτιστής στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
examples
- αλεξιπτωτιστής πλαγιάςGleitschirmfliegerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αλεξιπτωτίστριαθηλυκό | Femininum, weiblich f πλαγιάςGleitschirmfliegerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αλεξιπτωτιστής πλαγιάςαρσενικό | Maskulinum, männlich mParagliderαρσενικό | Maskulinum, männlich m