αλεξίσφαιρος
[aleˈksisferos], αλεξίσφαιρη, αλεξίσφαιροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kugelsicherαλεξίσφαιροςαλεξίσφαιρος
examples
- αλεξίσφαιρο γυαλίουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanzerglasουδέτερο | Neutrum, sächlich n