„αλαζόνας“: αρσενικό αλαζόνας [alaˈzonas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) arrogant, überheblich arrogant, überheblich αλαζόνας άτομο αλαζόνας άτομο