ακύρωση
[aˈkjirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Annullierungθηλυκό | Femininum, weiblich fακύρωση γάμου, σύμβασης, πτήσηςακύρωση γάμου, σύμβασης, πτήσης
- Aufhebungθηλυκό | Femininum, weiblich fακύρωση νόμουακύρωση νόμου
- Abschaffungθηλυκό | Femininum, weiblich fακύρωση κατάργησηακύρωση κατάργηση
- Widerrufαρσενικό | Maskulinum, männlich mακύρωση ανάκλησηακύρωση ανάκληση
- Stornierungθηλυκό | Femininum, weiblich fακύρωση εμπόριο | Handelεμπακύρωση εμπόριο | Handelεμπ
- Abbestellungθηλυκό | Femininum, weiblich fακύρωση δωματίου, τραπεζιούακύρωση δωματίου, τραπεζιού
- Entwertungθηλυκό | Femininum, weiblich fακύρωση εισιτηρίουακύρωση εισιτηρίου