„ακρόβαθρο“: ουδέτερο ακρόβαθρο [aˈkrovaθro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eckpfeiler Eckpfeilerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακρόβαθρο ακρόβαθρο