ακροφύσιο
[akroˈfisio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Düseθηλυκό | Femininum, weiblich fακροφύσιο τεχνική | Technikτεχνακροφύσιο τεχνική | Technikτεχν
examples
- ακροφύσιο έγχυσης αυτοκίνητο | AutoαυτοκEinspritzdüseθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ακρυλική μπογιάθηλυκό | Femininum, weiblich fAcrylfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f