„ακροποταμιά“: θηλυκό ακροποταμιά [akropotamˈja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flussufer Flussuferουδέτερο | Neutrum, sächlich n ακροποταμιά ακροποταμιά