„ακροατής“: αρσενικό ακροατής [akroaˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Hörer, Zuhörer, Gasthörer Hörerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακροατής ραδιοφώνου ακροατής ραδιοφώνου Zuhörerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακροατής συναυλίας ακροατής συναυλίας Gasthörerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακροατής στο πανεπιστήμιο ακροατής στο πανεπιστήμιο