„ακούραστος“ ακούραστος [aˈkurastos], ακούραστη, ακούραστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unermüdlich, rastlos unermüdlich, rastlos ακούραστος ακούραστος