„ακονόπετρα“: θηλυκό ακονόπετρα [akoˈnopetra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schleifstein Schleifsteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακονόπετρα ακονόπετρα