ακοντιστής
[akondisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Speerwerferαρσενικό | Maskulinum, männlich mακοντιστής αθλητισμός | Sportαθλακοντιστής αθλητισμός | Sportαθλ