„ακονίζω“: μεταβατικό ρήμα ακονίζω [akoˈnizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schleifen, wetzen, schärfen schleifen, wetzen ακονίζω ακονίζω schärfen ακονίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ακονίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ