ακομπανιαμέντο
[akombaɲaˈmendo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Begleitungθηλυκό | Femininum, weiblich fακομπανιαμέντο μουσακομπανιαμέντο μουσ
Thank you for your feedback!