ακολουθία
[akoluˈθia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Gefolgeουδέτερο | Neutrum, sächlich nακολουθίαακολουθία
- Gottesdienstαρσενικό | Maskulinum, männlich mακολουθία θρησκεία | Religionθρησκακολουθία θρησκεία | Religionθρησκ
examples
- κατ’ ακολουθία
- ακολουθία αριθμώνZahlenreiheθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ακολουθία διαδοχήςThronfolgeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples