„ακμαιότητα“: θηλυκό ακμαιότητα [akmeˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Vitalität Vitalitätθηλυκό | Femininum, weiblich f ακμαιότητα ακμαιότητα