ακεραιότητα
[akjereˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vollständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fακεραιότητα πληρότηταακεραιότητα πληρότητα
- Integritätθηλυκό | Femininum, weiblich fακεραιότητα χαρακτήραRedlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fακεραιότητα χαρακτήραακεραιότητα χαρακτήρα
examples
- ακεραιότητα συστήματος ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υSystemintegritätθηλυκό | Femininum, weiblich f