ακατόρθωτος
[akaˈtorθotos], ακατόρθωτη, ακατόρθωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nicht machbar, unerreichbar, undurchführbarακατόρθωτοςακατόρθωτος
Thank you for your feedback!