„ακατάσβεστος“ ακατάσβεστος [akaˈtazvestos], ακατάσβεστη, ακατάσβεστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unauslöschlich unauslöschlich ακατάσβεστος ακατάσβεστος