ακατάληπτος
[akaˈtaliptos], ακατάληπτη, ακατάληπτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unverständlichακατάληπτος λόγιαακατάληπτος λόγια
Thank you for your feedback!