„ακαμψία“: θηλυκό ακαμψία [akamˈpsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Starrheit, Steifheit Starrheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ακαμψία ακαμψία Steifheitθηλυκό | Femininum, weiblich f ακαμψία και | undκ. ιατρική | Medizinιατρ ακαμψία και | undκ. ιατρική | Medizinιατρ