„ακαλαισθησία“: θηλυκό ακαλαισθησία [akalesθiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geschmacklosigkeit Geschmacklosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ακαλαισθησία ακαλαισθησία