ακαθαρσία
[akaθarˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ακαθαρσίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl σκύλουHundedreckαρσενικό | Maskulinum, männlich mHundekotαρσενικό | Maskulinum, männlich m