ακίνητος
[aˈkjinitos], ακίνητη, ακίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbeweglich, bewegungslosακίνητοςακίνητος
- regungslosακίνητοςακίνητος
Thank you for your feedback!