„ακίνδυνος“ ακίνδυνος [aˈkjinðinos], ακίνδυνη, ακίνδυνοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungefährlich, gefahrlos ungefährlich, gefahrlos ακίνδυνος ακίνδυνος