„ακάθαρτος“ ακάθαρτος [aˈkaθartos], ακάθαρτη, ακάθαρτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schmutzig, unsauber schmutzig, unsauber ακάθαρτος ακάθαρτος