„αιχμαλωσία“: θηλυκό αιχμαλωσία [exmaloˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gefangenschaft Gefangenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f αιχμαλωσία αιχμαλωσία