„αιτιολογία“: θηλυκό αιτιολογία [etioloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Begründung Begründungθηλυκό | Femininum, weiblich f αιτιολογία πράξη αιτιολογία πράξη