„αισχροκέρδεια“: θηλυκό αισχροκέρδεια [esxroˈkjerðia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wucher Wucherαρσενικό | Maskulinum, männlich m αισχροκέρδεια αισχροκέρδεια