„αισιόδοξος“: επίθετο, ως επίθετο αισιόδοξος [esiˈoðoksos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αισιόδοξη, αισιόδοξο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) optimistisch optimistisch αισιόδοξος αισιόδοξος „αισιόδοξος“: αρσενικό και θηλυκό αισιόδοξος [esiˈoðoksos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Optimist Optimistαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f αισιόδοξος αισιόδοξος