„αισιοδοξία“: θηλυκό αισιοδοξία [esioðoˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Optimismus Optimismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m αισιοδοξία αισιοδοξία