„αισθησιασμός“: αρσενικό αισθησιασμός [esθisiazˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sinnlichkeit Sinnlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αισθησιασμός αισθησιασμός