„αιθαλομίχλη“: θηλυκό αιθαλομίχλη [eθaloˈmixli]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Smog Smogαρσενικό | Maskulinum, männlich m αιθαλομίχλη αιθαλομίχλη