„αιθάνιο“: ουδέτερο αιθάνιο [eˈθanio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ethan Ethanουδέτερο | Neutrum, sächlich n αιθάνιο χημεία | Chemieχημ αιθάνιο χημεία | Chemieχημ