„αιγοκάμηλος“: θηλυκό αιγοκάμηλος [eɣoˈkamilos]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Alpaka Alpakaουδέτερο | Neutrum, sächlich n αιγοκάμηλος αιγοκάμηλος