„αηδιαστικός“ αηδιαστικός [aiðjastiˈkos], αηδιαστική, αηδιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ekelhaft, widerlich ekelhaft, widerlich αηδιαστικός αηδιαστικός