„αηδιάζω“: αμετάβατο ρήμα αηδιάζω [aiˈðjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) anekeln anekeln αηδιάζω αηδιάζω examples αηδιάζω με … ich verabscheue …, ich ekle mich vor … αηδιάζω με … αηδιασμένος angewidert αηδιασμένος