„αζωτούχος“ αζωτούχος [azoˈtuxos], αζωτούχα, αζωτούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stickstoffhaltig stickstoffhaltig αζωτούχος αζωτούχος