αεροσυνοδός
[aerosinoˈðos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stewardαρσενικό | Maskulinum, männlich mαεροσυνοδόςStewardessθηλυκό | Femininum, weiblich fαεροσυνοδόςFlugbegleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαεροσυνοδόςαεροσυνοδός