αεροπειρατής
[aeropiraˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m, αεροπειρατίνα [aeropiraˈtina]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Flugzeugentführerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαεροπειρατήςαεροπειρατής