„αερολιμένας“: αρσενικό αερολιμένας [aeroliˈmenas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m διοικητικός όρος | amtlichδιοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flughafen Flughafenαρσενικό | Maskulinum, männlich m αερολιμένας αερολιμένας