„αεροθάλαμος“: αρσενικό αεροθάλαμος [aeroˈθalamos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Luftkammer Luftkammerθηλυκό | Femininum, weiblich f αεροθάλαμος αεροθάλαμος